κορφολογιέμαι

κορφολογιέμαι
κορφολογιέμαι, κορφολογήθηκα, κορφολογημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. κορφολογούμαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”